- ιερόγλωσσος
- -η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱερογλώσσου — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλώσσων — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek